Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Επανέρχονται οι καλλιέργειες καστανιάς και καρυδιάς για την αξιοποίηση ορεινών και ημιορεινών εκτάσεων.


Το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (ΙΔΕ) του ΕΛΓΟ - Δήμητρα διεξάγει έρευνα, ενθαρρύνει και παρέχει τεχνική υποστήριξη στις καλλιέργειες της καστανιάς και της καρυδιάς, της τρούφας, της κρανιάς, της κουκουναριάς, της φελλοδρυός, και τελευταία και της αρώνιας. Όπως αναφέρει στον ΑγροΤύπο ο Δρ. Στέφανος Διαμαντής, ερευνητής στο ΕΛΓΟ - Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκη «όλες αυτές οι καλλιέργειες αφορούν ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Δηλαδή για υψόμετρα στη Βόρεια Ελλάδα περίπου στα 300 - 700 μέτρα, στην Κεντρική στα 400 – 800 και νοτιότερα σε Πελοπόννησο και Κρήτη στα 500 - 1.000 μέτρα. Η αξιοποίηση των εκτάσεων αυτών είναι δυνατή μόνο με καλλιέργειες που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, δε χρειάζονται εντατικές καλλιεργητικές φροντίδες και είναι δυνατόν να αναπτυχθούν στους οριακής απόδοσης, μικρούς αγρούς που συνήθως απαντώνται στην ορεινή και ημιορεινή Ελλάδα. Επικρατεί η άποψη ότι όταν μιλάμε για νέες καλλιέργειες αναφερόμαστε σε τρούφα ιπποφαές κ.λ.π. Όμως εγώ μιλάω και για απαξιωμένες καλλιέργειες, όπως είναι η καστανιά και η καρυδιά. Η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι εξαγωγική χώρα σε αυτά τα προϊόντα».

Αναφερόμενος ειδικότερα στην καλλιέργεια της καρυδιάς, ο κ. Διαμαντής επισημαίνει στον
ΑγροΤύπο ότι «όλες οι καρυδιές ιδιαίτερα της Δυτικής Ελλάδας είναι πουλημένες σε ιταλικές βιομηχανίες που κατασκευάζουν έπιπλα. Μάλιστα αν οι διαστάσεις του δέντρου δεν είναι εμπορεύσιμες υπογράφουν σύμβαση με τον ιδιοκτήτη του δέντρου πληρώνουν μια προκαταβολή και μετά κάποια χρόνια που το δέντρο φτάνει στις διαστάσεις που επιθυμούν έρχονται και το παίρνουν». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις καστανιές. «Το Άγιο Όρος σήμερα έχει 70.000 στρέμματα με καστανιές που πάνε αποκλειστικά για παραγωγή ξυλείας. Το ίδιο συμβαίνει και σε 18.000 στρέμματα στη βόρεια Χαλκιδικής», τονίζει ο κ. Διαμαντής. Και προσθέτει:
«Οι επιδοτήσεις δημιούργησαν μια εικονική ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας της χώρας. Αύξησαν το κόστος παραγωγής με αποτέλεσμα η χώρα μας να εκτοπισθεί σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς αγορές. Ευκαιρίες και εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν. Αν δουλέψουμε συστηματικά και σχεδιασμένα προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης των χιλιάδων στρεμμάτων στην ορεινή και ημιορεινή χώρα που προς το παρόν παραμένουν αναξιοποίητα. Όλα τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης συνοδεύονται από έναν Κανονισμό δάσωσης. Αυτοί οι Κανονισμοί επιδοτούν ιδιοκτήτες γης που δεν καλλιεργείται να φυτεύουν δασικά δέντρα. Η επιδότηση ανέρχεται για το πρώτο έτος με 300 ευρώ το στρέμμα και κάθε έτος 60 ευρώ για τη διατήρηση της φυτείας».

Στην εισήγησή του στο Πανόραμα Επιχειρηματικότητας, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 19/5/2012, ο κ. Διαμαντής ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:
Καλλιέργεια της Καστανιάς
Η καστανιά χρησιμοποιείται σε καστανεώνες για παραγωγή καρπών και ξυλείας. Η ετήσια παραγωγή μας από 18.000 τόν. τη δεκαετία του 60 μειώθηκε σήμερα στους 12.000 τον. Η χώρα μας αντί να είναι εξαγωγική, εισάγει 6-7.000 τόν. ετησίως νωπό κάστανο από την Τουρκία, την Πορτογαλία, την Κίνα και τη Ν. Κορέα και άγνωστη ποσότητα μεταποιημένου από τη Γαλλία και την Ιταλία.
Αν και η καστανιά είναι ένα σπουδαίο δένδρο για τη χώρα μας, εν τούτοις η καστανοκαλλιέργεια βρίσκεται σε καθεστώς εγκατάλειψης σε όλα τα επίπεδα (ΥπΑΑΤ, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και παραγωγών) ενώ το κάστανο στην Ελληνική αγορά είναι ένα παρεξηγημένο προϊόν.
Το κάστανο καταναλώνεται στην Ελλάδα κατά 90% νωπό και μόνο το μισό χρόνο, δηλαδή τρεις μήνες πριν και τρεις μήνες μετά τα Χριστούγεννα.
Η ελληνική παραγωγή κάστανου είναι δυνατόν όχι μόνο να ανακάμψει αλλά και να διπλασιασθεί. Αρκεί να υπάρξει μια δυναμική πολιτική με πολύ μικρό κόστος. Ήδη προτάσεις μας έχουν υποβληθεί σε όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων 20 ετών αλλά δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα.
Η μεταποίηση κάστανου είναι άγνωστη στην Ελλάδα. Πανάκριβα ηδύποτα με γεύση κάστανου. Το στεγνό αποφλοιωμένο κάστανο αποτελεί καθημερινότητα στην Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία. Η κρέμα κάστανου, οι τούρτες, τα marrons glacés αποτελούν ακριβοπληρωμένα επιδόρπια.
Η ξυλεία της καστανιάς θεωρείται πολύτιμη. Η χειροποίητη διαμόρφωση της καστανιάς αμείβεται με υψηλά μεροκάματα. Οι πάσσαλοι καστανιάς πιστεύεται ότι διαρκούν για μια ζωή. Στο Άγιον Όρος αλλά και στην κατασκευή παραδοσιακών οικιών η καστανιά προτιμάται λόγω της αντοχής της και του ελκυστικού της χρώματος. Έπιπλα εξαιρετικής καλαισθησίας κατασκευάζονται από ξύλο καστανιάς.

Εδαφοκλιματικές απαιτήσεις της καστανιάς
Στη Β. Ελλάδα αναπτύσσεται στην υψομετρική ζώνη 300-700 μ., στην Κεντρική 400-800 μ. ενώ στη Νότια Ελλάδα στα 500-900 μ.

Απόδοση
Με σημερινές τιμές η σύγχρονη καστανοκαλλιέργεια στην ηλικία των 15 περίπου ετών μπορεί να αποδώσει 300-400 € / χρόνο / στρέμμα.
Στη χώρα μας ποτέ δεν υπήρξε ευνοϊκή πολιτική για το κάστανο. Ούτε καν μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Η πρώτη φορά που το ΥπΑΑΤ υποστήριξε το κάστανο ήταν η καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς με δημόσια δαπάνη.

Καλλιέργεια καρυδιάς
Η χώρα μας θα μπορούσε να είναι εξαγωγική και στο καρύδι κι όμως εισάγει σημαντικές ποσότητες από την Τουρκία, Ουκρανία, Γαλλία, κ.α.
Η καρυδιά, καλλιεργείται σε βαθιά, δροσερά, ελαφρά όξινα έως ελαφρά αλκαλικά εδάφη (pH 6,5 - 8) ανάλογα με το υποκείμενο. Καλλιεργείται για τους καρπούς της που τρώγονται ξηροί, αλλά και για την πολύτιμη ξυλεία που παράγει. Η Κίνα είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή καρυδιών. Ακολουθούν οι ΗΠΑ το Ιράν, η Τουρκία και η Ουκρανία.
Η έκταση που καταλαμβάνει η καρυδιά στην Ελλάδα ανέρχεται σε 700.000 στρ. περίπου, ενώ η ετήσια παραγωγή καρυδιών ανέρχεται σε 25.000 τόνους. Το ξύλο της ελληνικής καρυδιάς έχει μεγάλη ζήτηση από Ιταλικές ξυλοβιομηχανίες. Το σύνολο των δένδρων ιδιαίτερα στη Δ. Ελλάδα είναι ήδη προπωλημένο σε ικανοποιητικές τιμές.
Δυστυχώς, η πλειονότητα των παραγωγών εφαρμόζει παρωχημένες καλλιεργητικές τεχνικές. Η καρυδιά φυτεύεται σε φυτευτικό σύνδεσμο 8 Χ 8 έως 10 Χ 10 μ. Απαιτεί λίγες καλλιεργητικές φροντίδες ενώ η παραγωγή ανέρχεται σε περίπου 250 χλγ/στρέμ. σε καρύδια ή 110 χλγ/στρέμ. σε ψίχα. Αποδίδει καθαρό ετήσιο εισόδημα από 300-400 €/στρέμ.

H παραδοσιακή κρανιά
Παραδοσιακά τα κράνα ήταν και παραμένουν γνωστά για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται από ορεινούς πληθυσμούς κατά καρδιακών παθήσεων, κοιλιόπονου, στομαχικών και εντερικών διαταραχών, ως αντιπυρετικό, χωνευτικό, στυπτικό και ως τονωτικό κατά τη διάρκεια εργασίας.
Σήμερα, νέα έρευνα έχει δείξει ότι τα κράνα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φλαβονοειδή, ανθοκυάνες και φαινολικά παράγωγα κατά την περίοδο ωρίμανσης των καρπών. Σε άλλες εργαστηριακές έρευνες βρέθηκε μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe), σε βιταμίνη C (103 mg/100 g), υψηλή περιεκτικότητα σε ασκορβικό οξύ (48-73 mg/100 g, περισσότερο από τις φράουλες, τα πορτοκάλια και τα ακτινίδια) καθώς και σε καροτίνη και τανίνες.

Κλιματεδαφικές απαιτήσεις
Η κρανιά ευδοκιμεί σε μέτρια ελαφρά εδάφη, από υγρά έως ξηρά, αμμοπηλώδη έως αμμοαργιλώδη με pH 3,7-7,0. Όμως ιδανικά θεωρούνται τα γόνιμα, ελαφρά όξινα (pH 5,5-6,8) σε περιοχές με καλά κατανεμημένες βροχοπτώσεις πάνω από 500 mm, και ηλιόλουστες ή ημισκιασμένες θέσεις.
Η καρποφορία αρχίζει από το 5ο έτος ενώ στο 15ο περίπου έτος μπορεί να φθάσει μέχρι και 1.000 χλγ./στρέμ. με ετήσια στρεμματική απόδοση από 700-1.000 €.
Οι παραγωγοί θα πρέπει να προβαίνουν σε ανάλυση του εδάφους των αγρών τους και μόνον εάν πληρούνται οι προδιαγραφές να προχωρούν σε εγκατάσταση φυτειών.

Καλλιέργεια της τρούφας
Οι τρούφες είναι υπόγειες καρποφορίες μυκορριζικών μυκήτων των γενών Tuber και Terfezia. Οι τρούφες αναπτύσσονται στις ρίζες δασικών δένδρων. Η καλλιέργεια επομένως πραγματοποιείται με φύτευση ειδικών δενδρυλλίων των οποίων οι ρίζες είναι μολυσμένες με τον ανάλογο μύκητα.
Η τρούφα δεν αποτελεί εισαγόμενο προϊόν. Τα τελευταία χρόνια αυτοφυείς τρούφες συλλέγονται σε όλη σχεδόν τη χώρα και ιδιαίτερα στη Β. Ελλάδα.
Η καλλιέργεια της τρούφας απαιτεί ιδιόμορφα κλιματεδαφικά περιβάλλοντα και ενδείκνυται μόνο για ορεινές και ημιορεινές περιοχές, επικλινή και σχετικά άγονα εδάφη.

Δένδρα - ξενιστές τρούφας
Για τις μαύρες τρούφες:
Μελανόσπορη (Tuber melanosporum -Tartufo nero
Θερινή (Tuber aestivum)
Φθινοπωρινή (Tuber uncinatum)
Χειμερινή (Tuver brumale)
Λευκή Μπόρκειο (Tuber borchii)
και ανάλογα με το υψόμετρο και το τοπικό μικροκλίμα, κατάλληλα δένδρα ξενιστές θεωρούνται η Χνουδωτή και Ευθύφλιος δρυς, η αριά, το πουρνάρι, ο γαύρος, η φουντουκιά, η φλαμουριά, η οστρυά, η Τραχεία πεύκη και η κουκουναριά.

Είναι μια σχετικά απλή καλλιέργεια με λίγες καλλιεργητικές φροντίδες και μικρή επένδυση εργατικής ενέργειας. Καθίσταται όμως εντατική κατά την περίοδο συλλογής της τρούφας, όταν ο παραγωγός - συλλέκτης θα πρέπει να συλλέγει τρούφα σε καθημερινή βάση.
Για εγκατάσταση επιτυχούς καλλιέργειας τρούφας αξιολογούνται 2 ομάδες πληροφοριών:
1) Οι οικολογικές πληροφορίες της περιοχής και
2) Η εδαφολογική ανάλυση του συγκεκριμένου αγρού.

Εγκατάσταση φυτείας
Τρία είναι τα σημαντικά έξοδα κατά την εγκατάσταση φυτείας:
1. Η προμήθεια των δενδρυλλίων
2. Η εγκατάσταση αρδευτικού συστήματος
3. Κατασκευή φράχτη

Απόδοση
Σχετικά με την απόδοση δεν θα ήθελα να δεσμευτώ με αριθμούς. Πάντως η στρεμματική ετήσια απόδοση με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς υπολογίζεται σε 800-1.000 Ευρώ μετά το 6ο-8ο έτος. Αν η περιοχή σας αποδειχθεί κατάλληλη για παραγωγή τρούφας, τότε η απόδοση μπορεί να είναι κατά πολύ υψηλότερη.

Καλλιέργεια κουκουναριάς
Η κουκουναριά ευδοκιμεί σε πολλές περιοχές της χώρας μας ως δασικό ή καλλωπιστικό δένδρο. Όλη σχεδόν η ποσότητα κουκουναρόσπορου που διακινείται στην ελληνική αγορά εισάγεται από την Τουρκία, την Ισπανία και την Κίνα.
Ο κουκουναρόσπορος (κουκουνάρι) εκτιμάται από πολύ παλιά για τη μαλακή και σχεδόν κρεμώδη υφή του, τη γλυκιά και απαλή γεύση του και το ελαφρύ ρητινώδες άρωμά του. Ο κουκουναρόσπορος χρησιμοποιείται για να αρωματίσει, να δώσει γεύση ή να διακοσμήσει γλυκά και αλμυρά πιάτα, ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα.
Η κουκουναριά σχηματίζει φυσικά δάση στη Δυτική Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και φθάνει μέχρι τη Χαλκιδική. Προτιμά αμμώδη, βαθιά και όξινα εδάφη, κοντά στη θάλασσα ενώ αποφεύγει τα πολύ συμπαγή, αργιλώδη.
Καρποφορεί από το 8-10ο έτος. Σε ηλικία 15 ετών κάθε δένδρο παράγει περί τους 100 κώνους με 60 σπόρους έκαστος ενώ σε ηλικία 25 ετών περί τους 200 με 80 σπόρους. Με τρέχουσες τιμές η ετήσια στρεμματική απόδοση: Σε ηλικία 15 ετών μπορεί να φθάσει τα 250 €. Σε ηλικία 25 ετών τα 650 €.

Καλλιέργεια αρώνιας
Η αρώνια είναι ένα νέο πολυδύναμο φυτό για τη χώρα μας, ικανό να προσφέρει λύσεις στους ενδιαφερόμενους αγρότες, καλύπτοντας τις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες των καταναλωτών σε λειτουργικά τρόφιμα.
Είναι φυλλοβόλος θάμνος με ύψος μέχρι 3 μέτρα και με μικρό, μαύρο, στρογγυλό καρπό. Ο φυσικός χυμός της αρώνιας έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ανθοκυάνες. Η γεύση του είναι στυφή, όμως με προσθήκη ζάχαρης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή νόστιμων γλυκών κουταλιού, ζελέ και μαρμελάδας. Από την αρώνια παρασκευάζονται επίσης κρασί, λικέρ και χυμός. Διατίθενται στα φαρμακεία του εξωτερικού σε διάφορα σκευάσματα λόγω των πολύτιμων φαρμακευτικών της ιδιοτήτων. Συγκαταλέγεται στην κατηγορία των superfoods.
Απαιτεί ηλιοφάνεια δεν αντέχει όμως τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες (καύσωνες >42 °C). Αντίθετα αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (-25 °C).
Φυτεύεται σε αποστάσεις 3 χ 2 μέτρα, δηλαδή 160 φυτά/στρέμ. ενώ από το 5ο έτος η παραγωγή της φυτείας μπορεί να φθάσει τον 1,5 τόν.

Καλλιέργεια φελλοδρυός
Η φελλοδρύς αναπτύσσεται αποκλειστικά στην Ιβηρική χερσόνησο. Η Πορτογαλία συγκεκριμένα είναι η χώρα του φελλού, με τη μεγαλύτερη παραγωγή παγκοσμίως: με 720.000 εκτάρια φελλόδενδρων παράγει κάθε χρόνο 180.000 τόνους φελλού και το 52% των πωμάτων που χρησιμοποιούνται σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ανθηρή βιομηχανία - με χιλιάδες θέσεις εργασίας-, της οποίας ο τζίρος πλησιάζει τα δύο δισ. ευρώ.
Πολυετή πειράματα στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών έδειξαν ότι είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί στη χώρα μας δίνοντας άλλη μία ευκαιρία για την αξιοποίηση εγκαταλειμμένων εκτάσεων αλλά και χρήση της σε αναδασωτικά προγράμματα σε περιοχές που κρίνονται κατάλληλες.
Η Ελλάδα, ως σημαντική οινοπαραγωγός χώρα θα έπρεπε να επενδύσει μακροπρόθεσμα στη φελλοδρύ εφόσον οι εδαφοκλιματικές συνθήκες της χώρας μας φαίνεται πως επιτρέπουν την καλλιέργειά της.

Σταύρος Παϊσιάδης

Πηγή:www.agrotypos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου